Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επιστημονικός συνεργάτης

См. также в других словарях:

  • Μπιτσάκης, Ευτύχιος — (Κακοδίκι Χανίων 1926 –). Φυσικός, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε χημεία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Θεωρητική, ατομική και πυρηνική φυσική στο πανεπιστήμιο Παρισίων και αναγορεύτηκε διδάκτορας φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Paris VIII.… …   Dictionary of Greek

  • επιμελητής — ο (θηλ. επιμελήτρια) (AM ἐπιμελητής) [επιμελούμαι] ο αρμόδιος για την επιμέλεια, την επιστασία (α. «επιμελητής αρχαιοτήτων» β. «τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων», Αριστοφ. γ. «ἀπολιπὼν ἐπιμελητήν τῆς Τριφυλίας Λάδικον», Πολ.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Άμποτ, Γουλιέλμος — Αστροφυσικός, καθηγητής πανεπιστημίου και λογοτέχνης. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1906. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (φυσική και αστρονομία) και μετεκπαιδεύτηκε στην αστροφυσική σε πανεπιστήμια του εξωτερικού (Μίσιγκαν, Αλάσκα, Παρίσι), ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Άτγουντ, Τζορτζ — I (George Atwood, 1767 – 1838). Άγγλοςσυνθέτης. Υπήρξε μόνιμος μουσικός (εκκλησιαστικό όργανο) στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο. Έγραψε τις μουσικές συνθέσεις Ο φτωχός ναύτης, Ο αιχμάλωτος, Οι ιππότες του Ερυθρού Σταυρού κ.ά. II… …   Dictionary of Greek

  • Γαβαλάς, Δημήτρης — (Κόρινθος 1949 –). Μαθηματικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη μαθηματική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε, αρχικά, ως επιστημονικός συνεργάτης στην πολυτεχνική σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών (1974 76) και, στη συνέχεια, ως ερευνητής… …   Dictionary of Greek

  • Ευγένιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Τον δολοφόνησαν φυλακίζοντάς τον μέσα σε άνοιγμα τείχους, το οποίο έκλεισαν μετά. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Νοεμβρίου. 2. Πέθανε από ξυλοδαρμό. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Δεκεμβρίου. 3. Μαρτύρησε …   Dictionary of Greek

  • Ζορμπά, Μυρσίνη — (Αθήνα 1949 –). Εκδότρια, ευρωβουλευτής και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στην Ιταλία, ενώ το 1992 αναγορεύτηκε διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Σταδιοδρόμησε ως εκδότρια βιβλίων (1973 93) …   Dictionary of Greek

  • Λιανός, Θεόδωρος — (Μεσσήνη 1939 –). Οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Σπουδών (ΑΣΟΕΕ, σήμερα Οικονομικό Πανεπιστήμιο) και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνα στις ΗΠΑ (μάστερ και… …   Dictionary of Greek

  • Στιούρτεβαντ, Αλφρέδος Ερρίκος — Αμερικανός γενετιστής (1891 – 1970). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια. Διετέλεσε καθηγητής του πανεπιστήμιου της Καλιφόρνια και επιστημονικός συνεργάτης του εργαστηρίου Μόργκαν. Έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην επεξεργασία της θεωρίας της… …   Dictionary of Greek

  • επιμελητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που φροντίζει για κάτι, που εποπτεύει. 2. δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος που έχει ως έργο την εποπτεία (επιτήρηση) έργου: Επιμελητής των χειρογράφων της Βιβλιοθήκης. 3. επιστημονικός συνεργάτης πανεπιστημιακής σχολής (ιδίως… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»